- περιβαλλοντολόγος
- ο, ηο επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη του φυσικού περιβάλλοντος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιβαλλοντολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ή τεχνικός που ασχολείται με την περιβαλλοντολογία, αλλ. οικολόγος … Dictionary of Greek
περιβαλλοντολογικός — ή, ό, Ν [περιβαλλοντολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιβαλλοντολογία («περιβαλλοντολογική έρευνα») … Dictionary of Greek